
Η σχέση μου με την ισπανική λογοτεχνία δεν ήταν ιδιαίτερα καλή τα προηγούμενα χρόνια, παρόλο που δεν ίσχυε το ίδιο με την ισπανόφωνη. Ενας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς στα φοιτητικά μου χρόνια υπήρξε ο Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες, ενώ αργότερα προστέθηκαν ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Μάλλον η σχέση μου με τη λογοτεχνία ακολουθούσε τις …ποδοσφαιρικές μου προτιμήσεις, αφού σαν έφηβη συμπαθούσα την Ιταλία περισσότερο από την Ισπανία και …κλασσικά λάτρευα την Αργεντινή. Σταδιακά η συμπάθεια για την Ιταλία έφθινε (ευτυχώς μόνο ποδοσφαιρικά και όχι λογοτεχνικά), ενώ αυξήθηκε αυτή για την Ισπανία και όλη την Λατινική Αμερική. Ευτύχησα η γνωριμία μου με τους Ισπανούς λογοτέχνες να γίνει με ένα πολύ καλό βιβλίο. Βέβαια, αυτό είναι πάντα υποκειμενικό, αλλά για μένα η
«Σκιά του Ανέμου» του
Kάρλος Ρουίθ Θαφόν είναι από τα ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει. Δεν είναι μόνο η υπόθεση που αγγίζει οποιονδήποτε αγαπάει τα βιβλία (ένας πατέρας οδηγεί το γιο του σε μια μυστική βιβλιοθήκη όπου όλα τα ξεχασμένα βιβλία περιμένουν αυτόν που θα τα βγάλει από τη λησμονιά), ούτε η πλοκή που οδηγεί στο απροσδόκητο (αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο για κάθε συγγραφέα). Είναι η πάρα πολύ καλή γραφή, οι εκπληκτικές περιγραφές τέτοιες που δύσκολα συναντάς πια στην πλειοψηφία των βιβλίων όπου η ανάγκη για ανατροπές και εξέλιξη περνούν επιφανειακά χαρακτήρες και τόπους. Σίγουρα η μετάφραση αξίζει ιδιαίτερη μνεία κι ήταν για μένα «σχολείο» αφού δογματικά πίστευα πως καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει σωστά το πρωτότυπο, γι΄ αυτό και για χρόνια απέφευγα να διαβάζω ξένη λογοτεχνία. Εξ ου και ανακάλυψα τόσο αργά τους Ισπανούς.
Aυτό τον «λυρισμό» αλλά και την

απαραίτητη «στάση» στις περιγραφές που υπάρχει στη «Σκιά του Ανέμου» τα συνάντησα σε όλους τους Ισπανούς συγγραφείς που διάβασα τελευταία. Οπως ο μακαρίτης πια
Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν που έδωσε άλλη διάσταση στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο ήρωάς του, ο Πέπε Καρβάλιο είναι ιδιόρρυθμος και κυνικός κάποιες φορές (ποιος αστυνομικός ήρωας δεν είναι;) όμως δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους αποστεωμένους, στεγνούς και ορθολογιστές ήρωες άλλων συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εχει μια μεσογειακή ζωντάνια που ήταν πραγματική ξεκούραση όταν τον «ανακάλυψα» αμέσως μετά τον κακόκεφο Τζον Ρέμπους στους «Αναστημένους» του Ιαν Ράνκιν. Ο Μονταλμπάν δεν γράφει απλώς ιστορίες εξιχνίασης εγκλημάτων. Γράφει καθαρά λογοτεχνικά κείμενα. Ο Καρβάλιο είναι τύπος πληθωρικός και λάτρης των γκουρμέ γεύσεων, (μάλλον μια ψιλοαποτυχημένη τηλεοπτική μεταφορά του είναι ο «αστυνόμος Μπέκας» – όχι για την ερμηνεία του αγαπημένου μου Ιεροκλή Μιχαηλίδη, αλλά για την αναφορά σχεδόν σε κάθε επεισόδιο στις γαστρονομικές συνήθειες του ήρωα που μάλλον δεν πείθει για την ανάγκη ύπαρξής της έτσι όπως έχει ενταχθεί στο σενάριο). Στα βιβλία του Μονταλμπάν όπως ο
«Ελληνικός Λαβύρινθος» και
«Τα Λουτρά» μαζί με την αστυνομική ιστορία, ανακαλύπτεις και την Ισπανία, περπατάς στους δρόμους της προ-Ολυμπιακής Βαρκελώνης και μυρίζεις τα αρώματα της Ιβηρικής. Είναι απώλεια ο πρόωρος θάνατός του γιατί μπορεί να έχω στην αναμονή πολλά ακόμα δικά του βιβλία που δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως το ένα θα είναι καλύτερο από το άλλο, αλλά είναι βέβαιο ότι θα είχε ακόμα πολλά να δώσει.
Στην αναμονή έχω και την τριλογία του «Λοχαγού Αλατρίστε» (το ομώνυμο βιβλίο, «Η καθαρότητα του αίματος», «Ο ήλιος της Μπρέντα») του
Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε. Ενός Ισπανού συγγραφέα – δημοσιογράφου που μπορεί με ιδιαίτερη άνεση να γράφει ιστορικά μυθιστορήματα που αποτελούν γνήσια λογοτεχνικά κείμενα, αποδεικνύοντας ότι ο συγγραφέας τους έχει το μυαλό του στο δημιούργημά του και όχι στο πώς θα γράψει βιβλίο – σενάριο για κινηματογραφική ταινία όπως κάνει ο Νταν Μπράουν.

Κι ας έχουν γίνει και δικά του βιβλία ταινίες όπως η «Ενατη Πύλη» του Ρομάν Πολάνσκι που βασίζεται στο βιβλίο του
«η Λέσχη Δουμάς ή η σκιά του Ρισελιέ». Ενα βιβλίο μυστηρίου και καταιγιστικής δράσης που όμως η πλοκή του δεν προδίδει την λογοτεχνική γλώσσα.
Το ίδιο - και π

αραπάνω - ισχύει για το βιβλίο του
«το Αίνιγμα της Σεβίλλης».
Με μια περιγραφή της ανδαλουσιάνικης πόλης που σε γοητεύει τόσο πολύ που θες να την επισκεφτείς στην πρώτη ευκαιρία. Για να μην πω πως νοιώθεις ότι την έχεις ήδη επισκεφτεί. Και τι να πω για τον
«Ναυτικό Χάρτη» που εκτός από την άψογη γραφή και την ενδιαφέρουσα υπόθεση πρέπει να του έχει κοστίσει ώρες ατέλειωτες πάνω στη μελέτη των ναυτικών συνηθειών. Χώρια που η αγάπη του ήρωά του να διαβάζει μόνο βιβλία που αφορούν τη θάλασσα μου άνοιξε την όρεξη να διαβάσω βιβλία του Τζόζεφ Κόνραντ αλλά και τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ που είχα αγοράσει πριν από πολύ καιρό (ένα ογκωδέστατο βιβλίο από τις εκδόσεις Guttenberg που έχω όμως την εντύπωση ότι θα κυλάει σαν νερό, αλλά το αφήνω για εποχές που θα έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο).

Τα βιβλία μαζεύονται και με αγχώνει το ότι δεν προλαβαίνω να τα διαβάσω, ενώ συνεχίζω να αγοράζω καινούργια. Κάποτε έλεγα πως θα τα διαβάσω με την ησυχία μου όταν θα φτάσω στη σύνταξη. Τώρα όμως λέω «Εφη, δεν προλαβαίνεις…». Η σύνταξη αργεί πολύ ακόμα (αν τα καταφέρω, γιατί με όσα βλέπω γύρω μου αρχίζω να αμφιβάλλω) και τα βιβλία συνωστίζονται παντού, «κλέβοντας» ζωτικό χώρο από το δωμάτιο. Ασε που έτσι όπως τα έχω στοιβάξει δεν αποκλείεται να έχω τελικά ένα «θάνατο από λογοτεχνία» όπως λέει και ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκεζ στο «Χάρτινο Σπίτι», αφού αν γίνει κανας σεισμός μέσα στη νύχτα πιο πιθανό είναι να πάω από τα βιβλία που θα μου πέσουν στο κεφάλι, παρά από το φυσικό φαινόμενο αυτό καθ΄ αυτό.

Εξίσου μεγάλο σεβασμό στη λογοτεχνία δείχνει η
Ματίλντε Ασένσι στο βιβλίο της
«Ο θησαυρός των Ιπποτών». Κι εδώ υπάρχει μυστήριο, Ναϊτες Ιππότες, ένας ιππότης που ακολουθεί μια διαδρομή που οδηγεί στα
χνάρια των φρουρών του μυθικού θησαυρού του Σολομώντα, με ιδιαίτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες των ηρώων, με πολύ ωραίες περιγραφές, με εξιστόρηση μιας ερωτικής ιστορίας αλλά και παράλληλες αναφορές σε ιστορικά στοιχεία που μου ξύπνησαν μέσα μου την ...ερευνήτρια και με ώθησαν να ψάξω να βρω περισσότερες πληροφορίες σχετικά με εκείνη την εποχή. Ενα ιστορικό μυθιστόρημα που δεν κάνει «εκπτώσεις» στην ποιότητα. Ελπίζω και το νέο της βιβλίο ο «Τελευταίος Κάτωνας» να είναι εξίσου καλό.

Και βέβαια τι να πω για το «βιβλίο των βιβλίων», το
«Σπήλαιο των Ιδεών» του
Χοσέ Κάρλος Σομόθα; Ενα θρίλερ που εκτυλίσσεται στην αρχαία Αθήνα με μια σειρά φόνων που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ένας αποκρυπτογράφος αινιγμάτων με αναφορές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και σαφή στόχευση στον ψυχολογικό αιφνιδιασμό. Και μόνο η ικανότητα του Σομόθα να γράψει μια αρχαία ελληνική υπόθεση με τέτοιο τρόπο που σε τίποτα δεν υστερεί από το να καταπιανόταν μαζί της ένας Ελληνας συγγραφέας, αρκεί για να του αποδώσει κάποιος τα εύσημα. Ομως, ο Σομόθα δεν σταματάει εκεί. Φτιάχνει μια ιστορία γεμάτη μυστήριο και ανατροπές με το πιο απροσδόκητο τέλος που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ή που τουλάχιστον εγώ έχω διαβάσει. Ενα τέλος που σε αφήνει αποσβολωμένο για ώρες να προσπαθείς να συλλάβεις το μέγεθος της φαντασίας του συγγραφέα και σου δημιουργεί παράλληλα αίσθηση πληρότητας γι΄ αυτό που μόλις διάβασες αλλά και αίσθηση μελαγχολίας γιατί το βιβλίο δεν έχει κι άλλες σελίδες.

Τελευταίο αλλά όχι έσχατο (τι φράση – κλισέ κι αυτή, αλλά πόσο σωστά μπορεί να αποδώσει κάποια πράγματα) το βιβλίο του
Αλμπερτ Σάντσεθ Πινιόλ, το
«Ψυχρό δέρμα». Ενα βιβλίο για το οποίο ήμουν προκατειλημμένη, μόνο και μόνο επειδή ήταν πολύ ψηλά στη λίστα των best seller. Κι όμως τελικά αποδείχτηκε ένα από τα βιβλία που διαβάζεις χωρίς ανάσα. Το ξεκίνησα κατά το μεσημεράκι λίγο πριν πάω στη δουλειά (δουλεύω πάντα απόγευμα) και δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω για να το πιάσω πάλι στα χέρια μου. Είναι από τα βιβλία που «ρουφάς» στην κυριολεξία, που σε παρασύρει χωρίς να μπορείς να αντισταθείς. Και τι δεν έχει! Περιπέτεια, φαντασία, σκηνές τρόμου, αλληγορίες, τροφή για σκέψεις για το μέλλον του κόσμου, μέσα από την εξερεύνηση του εαυτού μας. Το τέλος δεν είναι ακριβώς απρόβλεπτο από την στιγμή που έχεις μπει με τα ...μπούνια στην ιστορία, αλλά κι αυτή ακόμα η προβλεψιμότητα έρχεται να ενισχύσει μάλλον παρά να αποδυναμώσει την ιστορία. Και βέβαια, αν και έχει εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς (είναι και μικρό σε μέγεθος) δεν παραβλέπει την «τέχνη του λόγου» που είναι διάχυτη σε κάθε φράση, σε κάθε σελίδα. Παραθέτω και λίγα λόγια για την ιστορία, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Στην παγωνιά του Νότιου Ατλαντικού, ένα καράβι κατευθύνεται σ΄ ένα νησί χαμένο στη μέση του ωκεανού, εγκλωβισμένο ανάμεσα στο γκρίζο του ουρανού και της θάλασσας, που το σαρώνουν οι πολικοί άνεμοι. Μεταφέρει ένα νεαρό μετεωρολόγο, που θέλοντας να ξεφύγει από το παρελθόν του, θα μείνει εκεί για ένα χρόνο, μελετώντας τους ανέμους. Οταν όμως φτάσει, θα διαπιστώσει ότι ο προκάτοχός του έχει εξαφανιστεί και ο φαροφύλακας, ο άλλος κάτοικος του νησιού, ένας άνθρωπος βάναυσος και λιγόλογος, μοιάζει να μη στέκει στα καλά του. Κι όταν πέσει το πρώτο σκοτάδι, θα γνωρίσει τον τρόμο που βασιλεύει σ΄ αυτή την ξεχασμένη γωνιά της γης... Αλλόκοτα αμφίβια πλάσματα αναδύονται κάθε νύχτα από τα βάθη της θάλασσας και πολιορκούν το νησί ώς την αυγή. Κυνηγημένος, θα καταφύγει στο φάρο κι εκεί οι δυο άντρες θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τις λυσσαλέες επιθέσεις των τεράτων με το ψυχρό δέρμα. Δεν ξέρουν ούτε καταλαβαίνουν τίποτα, για τον εχθρό τους κι ο φόβος και η εξάντληση αποδυναμώνουν σιγά σιγά την άμυνά τους. Ωσπου ακόμα και η αναγκαστική συμμαχία τους θα κλονιστεί, από την παρουσία ενός θηλυκού πλάσματος με αχνογάλαζα μάτια...».