Tuesday, July 24, 2007

Kαθένας

Ξεκινώ με το αυτονόητο. Οποιος δεν βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση δεν πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ «Καθένας». Το βιβλίο αντενδείκνυται και για την περίπτωση των διακοπών. Δεν είναι και το πλέον κατάλληλο για να το διαβάσεις στην παραλία, ή σε μια σκιερή γωνιά το απογευματάκι, όταν προσπαθείς να χαλαρώσεις. Και εννοείται ότι είναι τραγικό λάθος να το διαβάσεις το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθείς, όπως έκανα εγώ. Είναι σκοτεινό από την αρχή μέχρι το τέλος. Από το εξώφυλλο, μαύρο σαν τον θάνατο μέχρι το περιεχόμενο που αυτόν (τον θάνατο) πραγματεύεται. Επιπλέον, δεν νομίζω ότι ενδείκνυται για νέους ανθρώπους από την άποψη ότι θα το βρουν είτε βαρετό είτε αδιάφορο. Τόσες συχνές αναφορές σε αρρώστιες και στο φόβο του θανάτου για κάποιον άνθρωπο που σφύζει από ζωή και υγεία, μάλλον κουράζει και σε τελική ανάλυση δεν τον αφορά – ακόμα τουλάχιστον. Μήπως όμως ενδείκνυται για τους μεγαλύτερους σε ηλικία; Μάλλον δύσκολα, από την στιγμή που το θέμα που πραγματεύεται αφορά αυτό που πρόκειται – με βάση τη φυσική ροή των πραγμάτων – να αντιμετωπίσουν αργά ή γρήγορα.

Θα μου πεις τότε ποιον αφορά το βιβλίο ενός συγγραφέα που πιθανότατα αισθάνεται – έστω και με το «άλλοθι» της συγγραφής ενός βιβλίου - πως ήρθε η ώρα να εκθέσει τα πεπραγμένα του μπροστά στο θάνατο; Αυτός είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο «Καθένας» του τίτλου,
που κάνει έναν απολογισμό της ζωής του αφήνοντας σε όλο το βιβλίο του να εκφραστεί ο φόβος και η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο.
Η απάντηση είναι πως αφορά τον Καθένα. Και πως ο Καθένας θα πρέπει να το διαβάσει, σε κάποια χρονική στιγμή της ζωής του. Βέβαια, ο Καθένας θα το εισπράξει διαφορετικά. Κάποιος δεν θα αντέξει να το τελειώσει, κάποιος θα απογοητευθεί γιατί θα το βρει κατώτερο των προσδοκιών του και κάποιος άλλος θα επηρρεαστεί ψυχολογικά από την ανάγνωσή του.
Αυτό δηλαδή που συνέβη σε μένα που είχα πρόσφατο το θάνατο της γιαγιάς μου μετά από
τρία χρόνια παραμονής στο κρεβάτι και έζησα από πολύ κοντά όλη αυτή την αγωνία του ανθρώπου που πλησιάζει στο τέλος (παρόλο που η γιαγιά μου δεν είχε πλήρη συνείδηση της κατάστασής της, λόγω Αλτσχάιμερ).

Οταν όμως καταλαγιάσει η ένταση αυτό που μένει, αξίζει. Κι ας είναι αυτό το κάτι μόνο κάποιες σκέψεις σκόρπιες, αλλά αληθινές. Αυτές που συνήθως διαβάζουμε στα βιβλία και ξέρουμε ότι είναι και δικές μας αλήθειες που θα μπορούσαμε να τις είχαμε γράψει εμείς, αν τα καταφέρναμε στο γραπτό λόγο τόσο καλά όσο ο συγγραφέας που μόλις διαβάσαμε το βιβλίο του.

Η υπόθεση του βιβλίου είναι η πορεία προς το θάνατο (μάλιστα το βιβλίο ξεκινά με την κηδεία του) ενός Αμερικανοεβραίου που είχε παντρευτεί τρεις φορές, είχε δυο γιους από την πρώτη σύζυγο, με τους οποίους έχει κακές σχέσεις και μία κόρη από την δεύτερη που την υπεραγαπούσε και τον υπεραγαπούσε. Ενας άνθρωπος που είχε έντονη σεξουαλική ζωή στην οποία αφιερώνονται αρκετές σελίδες του βιβλίου, αλλά στα 70 του χρόνια μένει μόνος του αντιμέτωπος με τις αρρώστιες του. Είναι αλήθεια ότι στις αρρώστιες του αφιερώνεται μεγάλο τμήμα του βιβλίου, γεγονός που θα ενοχλήσει αρκετούς αναγνώστες, αν το δουν ξεκομμένα από την όλη προσπάθεια του συγγραφέα να περιγράψει την αγωνία του ήρωά του.
Η περιγραφή γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και πιθανότατα αυτό συμβαίνει επειδή το βιβλίο τελειώνει με μια ακόμα χειρουργική επέμβαση στον ήρωα από την οποία δεν επρόκειτο να ξυπνήσει. Το βιβλίο δεν έχει απρόβλεπτο ούτε καν άγνωστο τέλος, αφού το παραθέτει στις πρώτες κιόλας σελίδες του. Επομένως, αυτό που έχει να δώσει στον αναγνώστη είναι η πλοκή του. Είναι ο τρόπος που παρατίθενται οι αναμνήσεις του ήρωα από τις χαρές της ζωής που απολάμβανε όταν ήταν νέος και η πορεία του μέχρι την στιγμή του αναπόφευκτου τέλους. Και είναι γεγονός ότι αυτή την πλοκή ο Ροθ την πραγματοποιεί με ιδιαίτερη μαεστρία.

Τι κράτησα από το βιβλίο του Ροθ; Κάποιες αλήθειες.

Οπως αυτή που περιγράφει στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, στην κηδεία του ήρωά του. Οταν όλοι συνεχίζουν τη ζωή τους άλλος με περισσότερη θλίψη και άλλος με λιγότερη αλλά εκείνος που «έφυγε» μένει μόνος πίσω.

«Σε λίγα λεπτά όλοι είχαν φύγει. Με βήματα βαριά και δακρυσμένοι – όλοι είχαν φύγει από την λιγότερο αγαπημένη ενασχόληση του είδους μας – κι εκείνος έμεινε πίσω».


Και ακόμα πώς ο γέρος καλείται να δώσει την μεγαλύτερη μάχη της ζωής του σε μια χρονική στιγμή που ούτε δυνάμεις έχει ούτε αντοχές, όπως του το περιέγραψε η χήρα – πια – του αγαπημένου του προϊστάμενου, αυτού που τον ανέδειξε στην δουλειά του στη διαφημιστική εταιρεία όπου δούλευε:

«Φαίνεται πως οι αρτηρίες του είχαν πάθει μεγάλη ζημιά. Ξέρεις, παλιώνουν οι αρτηρίες, χαλάνε, κι από ένα σημείο και μετά το σώμα αρχίζει να διαλύεται. Και τον είχε κουράσει όλο αυτό. Τις προάλλες μου είπε: ``Κουράστηκα πια΄΄. Ηθελε να ζήσει, αλλά κανένας δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό ώστε να ζήσει λίγο παραπάνω. Τα γηρατειά είναι μάχη, πότε με το ένα, πότε με το άλλο. Είναι μια μάχη αδυσώπητη και τη δίνεις όταν είσαι πιο ανίκανος από ποτέ να ξαναμπείς στον αγώνα».


Λίγο μετά, περιγράφει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την «θανάσιμη παγίδα» της παρατεταμένης αρρώστιας, όταν αναλογίζεται πως λόγω των πολλών προβλημάτων υγείας του, έφτασε στο σημείο να φθονεί τον αγαπημένο του αδερφό, μόνο και μόνο επειδή εκείνος ήταν απόλυτα υγιής.

«Θαρρείς και τώρα που οι γονείς τους είχαν πεθάνει, πριν από πολλά χρόνια, είχαν απελευθερωθεί μέσα του κάθε είδους παρορμήσεις που, ή τις είχε προγράψει προηγουμένως ή δεν υπήρξαν ποτέ, κι αφήνοντάς τες να ξεσπάσουν - μέσα στη λύσσα του αρρώστου, ανίκανου να αποφύγει την πιο θανάσιμη παγίδα της παρατεταμένης αρρώστιας: τη διαστρέβλωση του χαρακτήρα – είχε καταστρέψει τον τελευταίο δεσμό με τους πιο αγαπημένους του ανθρώπους».


Συγκλονιστικό είναι και το πώς έχει «ψυχανεμισθεί» την γυναικεία ψυχοσύνθεση στο θέμα της απιστίας. Που δεν είναι αυτή καθ΄ αυτή η απιστία που ενοχλεί, αλλά τα ψέματα που επιστρατεύονται για να μην αποκαλυφθεί. Το περιγράφει χαρακτηριστικά η δεύτερη σύζυγος του ήρωα, την στιγμή της μοναδικής – αλλά οριστικής – ρήξης της σχέσης τους, όταν του αποκαλύπτει πως γνώριζε όλα τα παραστρατήματά του και δεν είναι διατεθειμένη να κάνει πια υπομονή.

«Η βάση όλων των πραγμάτων είναι η εμπιστοσύνη. Ακόμα κι αν προδώσεις την εμπιστοσύνη, το ξεπερνάς αν ο άλλος το παραδεχτεί. Τότε παραμένετε σύντροφοι διά βίου. Με διαφορετικό τρόπο, αλλά πάντως σύντροφοι. Ομως, τα ψέματα… Τα ψέματα είναι ένας ποταπός, ένας άθλιος τρόπος να ελέγχεις τον άλλο. Σημαίνει να παρακολουθείς τον άλλο να ενεργεί πάνω σε ελλιπείς πληροφορίες μ΄ άλλα λόγια να εξευτελίζεται».

No comments: