Saturday, July 28, 2007

Τα χερουβείμ της μοκέτας

Για να αγαπήσω ένα βιβλίο χρειάζεται μια βασική προϋπόθεση: Να διαθέτει έναν ήρωα που θα λατρεύω να αγαπώ ή έναν ήρωα που θα λατρεύω να μισώ. Εξυπακούεται πως το βιβλίο στο οποίο ο ήρωας δεν καταφέρνει να μου κινήσει το ενδιαφέρον είτε θετικά είτε αρνητικά πολύ απλά ανήκει σ΄ αυτά που, αφού τα διαβάσω θα τα χαρακτηρίσω ως αδιάφορα. Ο ήρωας που θα με προδιαθέσει θετικά είναι αυτός που είτε θα ταυτιστώ μαζί του, είτε θα τον συμπονέσω, είτε θα τον θαυμάσω. Αυτός που θα με προδιαθέσει αρνητικά είναι αυτός που όσο προχωρούν οι σελίδες με εξοργίζει, με κάνει να τον απεχθάνομαι και στο τέλος να τον μισώ.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Ελένης Γιαννακάκη «Τα χερουβείμ της μοκέτας» βρέθηκα απέναντι σε έναν τέτοιο ήρωα. Μια γυναίκα που όσο προχωρούσε το βιβλίο δεν μου άφηνε το παραμικρό παραθυράκι ελπίδας ότι θα μπορέσω να κατανοήσω τις πράξεις της και να δικαιολογήσω τις ενέργειές της. Αντίθετα γραμμή με γραμμή, σελίδα με σελίδα μου επιβεβαίωνε πως η πρώτη κρίση μου για τον αποκρουστικό χαρακτήρα της ήταν απόλυτα ορθή. Ηταν ό,τι πιο ποταπό από πλευράς χαρακτήρα έχω συναντήσει τα τελευταία χρόνια διαβάζοντας κάποιο βιβλίο. Κάτι ανάλογο είχα πάθει διαβάζοντας το βιβλίο της Αυστριακής Ελφρίντε Γέλινεκ. Κάτοχος βραβείου Νόμπελ το 2004, η συγκεκριμένη συγγραφέας, οπότε και θεώρησα φυσικό να διαβάσω κάποιο βιβλίο της. Επέλεξα την «Πιανίστρια» ή «Δασκάλα του Πιάνου» όπως είναι πιο γνωστή καθώς έγινε και ταινία (ναι, μαζοχίστηκα τόσο, ώστε μετά από αυτή την εμπειρία, είδα και την ταινία…) και πραγματικά καταρρακώθηκα μέχρι να τελειώσω το βιβλίο. Δεν προχωρούσε με τίποτα. Μου πήρε τρεις μήνες να το τελειώσω γιατί το έβαλα πείσμα να μη το αφήσω στη μέση, τη στιγμή που συνήθως διαβάζω κατά μέσο όρο πέντε βιβλία το μήνα. Που σημαίνει ότι μου στέρησε 14 πιθανότητες να διαβάσω κάτι που θα μου δημιουργήσει ευχάριστα συναισθήματα. Κι όταν τελικά έφτασα στην τελευταία του σελίδα μην έχοντας σε παραμικρή υπόληψη την ηρωίδα του, αισθανόμουν τεράστια κούραση και καμία ευχαρίστηση, μόνο μία ανακούφιση επειδή τελείωσε το «μαρτύριο».
Δεν έχει βέβαια η ηρωίδα της Γέλινεκ την παραμικρή σχέση με αυτή της Γιαννακάκη ανεξάρτητα από την ενόχληση που δημιουργεί ο χαρακτήρας της. Εκείνη ήταν μια γυναίκα που είτε από υπερβολική αγάπη, είτε από αδράνεια, αδυνατούσε να αντιταχθεί στην κυριαρχική (αν και ασθενική) μητέρα της έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της αρρωστημένης κατάστασής της. Η ηρωίδα της Γιαννακάκη δεν έχει την παραμικρή επίγνωση της δικής της κατάστασης, αφού η ελαστική συνείδηση που διαθέτει, της επιτρέπει να προσαρμόζει την πραγματικότητα στα δικά της «θέλω» και στα δικά της «πιστεύω».
Και βέβαια το βιβλίο της Γέλινεκ είναι «δυσκοίλιο». Αντίθετα της Γιαννακάκη, αν εξαιρέσεις τις πρώτες σελίδες όπου ακόμα ψάχνεσαι για να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται, κυλάει σαν νερό. Διαβάζεται εύκολα και μάλιστα πιάνεις τον εαυτό σου να σε απασχολεί συνεχώς το τι θα γίνει παρακάτω. Ομως, τα συναισθήματα για την ηρωίδα του είναι τόσο αρνητικά που ακόμα κι αυτή η ελληνική γλώσσα μπορεί να αποδειχτεί φτωχή για να τα περιγράψει. Η όλη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, της Μαρίας, συνοψίζεται στην παρακάτω φράση.

«Μπορεί η Μαρία, είναι γεγονός, να αποστασιοποιείται καλώς ή κακώς σχετικά εύκολα και να επικεντρώνεται στην όψη της πραγματικότητας που την εξυπηρετεί στην κάθε περίπτωση κι αυτό την έχει βοηθήσει αφάνταστα όλα αυτά τα χρόνια».

Ετσι η ηρωίδα δεν διστάζει να αποκαλύψει για παράδειγμα στον μετέπειτα σύζυγό της τα
«παραστρατήματα» της πρώην συζύγου του, ελαφρά τη καρδία και χωρίς την παραμικρή τύψη, αλλά θεωρεί «σκύλα» όποια φιλενάδα της θα υποπτευθεί – έστω – ότι γνωρίζει και σκοπεύει να αποκαλύψει δικά της ένοχα μυστικά.

Οπως επίσης προτιμά να αφήσει τον καρκινοπαθή πατέρα της να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα, παρά να αντιταχθεί στη θέληση της ευκατάστατης οικογένειας του συζύγου της που αντέδρασε στην παραμονή στο σπίτι ενός άρρωστου ανθρώπου για όσο διάστημα θα διαρκούσε η
αποθεραπεία του, «δικαιολογώντας» τον εαυτό της ότι έπρεπε να μην θέσει σε κίνδυνο τον γάμο της για έναν άνθρωπο που έτσι κι αλλιώς του έμεναν μόλις δύο χρόνια ζωής.

Κι αυτά είναι μόνο δύο από τα άπειρα παραδείγματα στα οποία η ηρωίδα ακόμα και τις φορές που …«κάποτε της έρχεται να δει και από την άλλη πλευρά των πραγμάτων, ή τις άλλες, -- πάντα υπάρχουν περισσότερες από μία πλευρές για ένα συμβάν, έτσι δεν είναι; - πατάει κουμπάκι με κάποιο τρόπο, αποστρέφει το βλέμμα μεθοδικά – έχει γίνει μανούλα πια σ΄ αυτό – περιφέροντας τη ματιά της φερ΄ ειπείν σε ημικύκλιο στον ορίζοντα που είναι ένας από τους τρόπους που από παιδί είχε βρει να ξεκολλάει το μυαλό της από κάπου...».

H Μαρία, η ηρωίδα της Γιαννακάκη, έχει χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα στο σπίτι της που είναι το βασίλειό της με θρόνο της το μπάνιο της που τελικά γίνεται ο «τόπος εξαγνισμού» της. Εξαπολύει έναν πραγματικό πόλεμο εναντίον των μικροβίων, των παράσιτων, της ορατής και αόρατης βρομιάς, ωστόσο κάθε πλακάκι, κάθε αρμός που καθαρίζει της προσφέρει την
ψευδαίσθηση (;) πως εξαγνίζει το δικό της κορμί από τις αμαρτίες και τα ένοχα μυστικά της – και είναι πολλά αυτά τα μυστικά.

Εξισώνει μέσα στο ταραγμένο μυαλό της τις δικές της ανόσιες πράξεις με τις παραβάσεις
ή παραλείψεις των υπόλοιπων ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων θεωρώντας ότι αποτελούν το ίδιο ακριβώς πράγμα, άρα δικαιούται να έχει και η ίδια έναν ήρεμο ύπνο και μια ήσυχη ζωή όπως αυτοί.

Μέσα σε 287 σελίδες περιγράφεται ένα 17ωρο από την ζωή μιας γυναίκας από την στιγμή που θα σηκωθεί το πρωί μέχρι το βράδυ που θα πέσει να κοιμηθεί με την ίδια να αναλύει σε κάθε γραμμή τις σκέψεις της. Ενας εσωτερικός μονόλογος, μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται μια διαταραγμένη ψυχωτική προσωπικότητα που αλίμονο αν κάνει κάποιος κάνει την εφιαλτική υπόθεση πως σαν κι αυτή …κυκλοφορούν κι άλλες γύρω μας και μάλιστα τέτοιου είδους γυναίκες μεγαλώνουν όπως και η ηρωίδα παιδιά. Και μάλιστα νιώθουν περήφανες για το γεγονός ότι έχουν αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ΄ αυτά (η συγκεκριμένη είχε πτυχίο αρχιτεκτονικής με άριστα κι όμως εγκατέλειψε τα όνειρα για καριέρα για να γίνει μια ευτυχισμένη σύζυγος – νοικοκυρά – μαμά) και έχουν την πεποίθηση ότι τους προσφέρουν την τέλεια διαπαιδαγώγηση.

Κι αν η ηρωίδα γίνεται κατάπτυστη στα μάτια των περισσότερων – θέλω να πιστεύω – αναγνωστών, η επιτυχία της Γιαννακάκη είναι ότι δημιουργεί σελίδα με σελίδα ένα ψυχολογικό θρίλερ με εξαιρετικό σασπένς και ανέλπιστες ανατροπές που κρατάνε ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία λέξη. Εξάλλου και αυτή η σφοδρή αντιπάθεια
που δημιουργεί στον αναγνώστη η ηρωίδα της και η αγωνία με την οποία περιμένει να δει πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση, τι άλλο από λογοτεχνική ικανότητα της συγγραφέως θα μπορούσε να συνιστά;


Δύο ενστάσεις έχω μόνο.
Αφενός για την συχνή αναφορά στις σωματικές εκκρίσεις της ηρωίδας που, λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι κάθε άλλο παρά είναι συμπαθής στον αναγνώστη, καταλήγει να γίνεται εξαιρετικά ενοχλητική,

Αφετέρου για το γεγονός ότι το μυθιστόρημα όπως είναι δομημένο περιορίζει το κοινό του. Είναι δηλαδή από εκείνα που θα έλεγε κανείς πως απευθύνονται κυρίως σε γυναίκες και αδυνατώ να καταλάβω πόσο εύκολα θα αποφάσιζε να το διαβάσει ένας άνδρας.

Από την άλλη πάλι βέβαια κι εγώ είμαι εχθρός του συγκεκριμένου είδους κι όμως τελικά
«ρούφηξα» το βιβλίο. Εξακολουθώ, ωστόσο, να θεωρώ πως δύσκολα θα έχει την υπομονή να το κάνει αυτό ένας εκπρόσωπος του αντίθετου φύλου.


ΥΓ. Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από κάποιες παραστάσεις στην ...αγγλικής αισθητικής μοκέτα του αδερφού της ηρωίδας που
στάθηκε η αφορμή για να τοποθετήσει τις δικές της, τις οποίες ξήλωσε αργότερα την ίδια ακριβώς ημέρα που συνέβη ένα από τα περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή της.

No comments: