Tuesday, May 22, 2007

Λίβερπουλ: You ΄ll never walk alone

Δεν ξέρω τι είναι τελικά αυτό που κάνει κάποιον φίλαθλο να χαρίζει την καρδιά του σε μια ομάδα ξένης χώρας. Tην εποχή της παγκοσμιοποίησης με τους ευρωπαϊκούς αγώνες ποδοσφαίρου να φτάνουν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες πιο εύκολα και με μεγαλύτερη συχνότητα απ΄ ό,τι οι ελληνικοί (που και να μη τους δεις δεν χάνεις και τίποτα…) με τους Ελληνες φοιτητές στο εξωτερικό να είναι …περισσότεροι από αυτούς που φοιτούν επί ελληνικού εδάφους, με τα ταξίδια στην Ευρώπη να είναι κάτι ανάλογο με μια …βόλτα για ψώνια στην αγορά και το στοίχημα να έχει φέρει κοντά μας ακόμα και τις ομάδες της γ΄ κατηγορίας της Φινλανδίας, είναι λογικό να νιώθεις πολίτης του κόσμου και επομένως να υποστηρίζεις ξένες ομάδες. Αλλες λόγω του θεάματος που προσφέρουν, άλλες λόγω των παιχταράδων που έχουν στις τάξεις τους, άλλες λόγω της ατμόσφαιρας που μπορεί να έχεις ζήσει από κοντά σαν φοιτητής ή τουρίστας, άλλες επειδή σε ...έστειλαν ταμείο στο στοίχημα.
Στα δικά μου παιδικά χρόνια και μετέπειτα στην εφηβεία τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Το μόνο ποδόσφαιρο που έφτανε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες από τα μόλις δύο ελληνικά κανάλια (ΕΡΤ – ΥΕΝΕΔ) ήταν συνήθως η απογευματινή εκπομπή του Σαββάτου για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Το «The big match» με τον Μπράιαν Μουρ. Θυμάμαι σκόρπια στιγμιότυπα από εκείνες τις εκπομπές. Τον Κέβιν Κίγκαν σε μια συνέντευξη στο στούντιο, τον Γκόρντον Μακ Κουϊν που είχε πάρει μεταγραφή για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με ένα ποσό – ρεκόρ για την εποχή, τον «τσαντίλα» Μάλκολμ Μακ Ντόναλντ να τσακώνεται σε έναν αγώνα της Αρσεναλ και φάσεις. Πολλές φάσεις από αγγλικούς αγώνες. Κι εμείς ρουφούσαμε σαν σφουγγάρι εκείνες τις εικόνες, προσπαθώντας με τα λίγα αγγλικά που τότε αρχίζαμε να μαθαίνουμε, να «κλέψουμε» φράσεις και λέξεις, όσες προλαβαίναμε στα κενά του Ελληνα εκφωνητή (που είχε την κακή συνήθεια να αναφέρεται στο ..γενεαλογικό δέντρο του κάθε παίκτη παραθέτοντας ένα σωρό άχρηστες λεπτομέρειες παρά να ασχολείται με τον αγώνα) για να μπούμε στο νόημα. Αγαπημένη ενασχόληση να μάθουμε όλα τα «παρατσούκλια» των ομάδων. Και πόσο μεγάλη χαρά νιώθαμε κάθε εβδομάδα που «τσιμπούσαμε» και ένα καινούργιο: «Κουκουβάγιες», «παγόνια», «κανονιέρηδες» κ.λπ. Κάθε ένα έμπαινε με τάξη σε ένα μπλοκάκι, ή στο ποδοσφαιρικό άλμπουμ, όπου προσθέταμε κάθε εβδομάδα φωτογραφίες που έβαζαν οι εφημερίδες από αγώνες του αγγλικού πρωταθλήματος. Τότε ήταν που αγάπησα την Λίβερπουλ. Θα μου πεις γιατί Λίβερπουλ; Γιατί όχι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ; Αρσεναλ; ΄Η Εβερτον, Τσέλσι, Τότεναμ; Ισως είναι θέμα χημείας. Χρωμάτων δεν ήταν σίγουρα γιατί εκείνη την εποχή η τηλεόραση στην Ελλάδα ήταν ασπρόμαυρη. Ισως βέβαια αυτό να ήταν και σωτήριο. Γιατί είναι άλλο να ακούς αν είσαι Παναθηναϊκός πως η Λίβερπουλ είναι οι «κόκκινοι» κι άλλο να βλέπεις να κοκκινίζει το Ανφιλντ. Οταν ήρθε στη ζωή μας το χρώμα ο δεσμός με την Λίβερπουλ ήταν τόσο στέρεος και δυνατός που το χρώμα δεν είχε πια σημασία. Οπως δεν είχε σημασία και το γεγονός ότι πολλοί από τους «ακατονόμαστους» την υποστήριζαν επίσης επειδή είχαν κοινή συνισταμένη το λιμάνι και αργότερα ταυτίστηκαν μαζί της λόγω των νεκρών του Χίλσμπορο που τους θύμισαν τους δικούς τους της Θύρας 7. Ισως πάλι ήταν θέμα λεπτομερειών. Ενας παίκτης που σου κάνει «κλικ» (δεν θυμάμαι πάντως ούτε έναν παίκτη της αγαπημένης μου Λίβερπουλ να μου έκανε «κλικ» με τον …γυναικείο τρόπο, δηλαδή ως ωραίο παιδί – υπήρχαν άλλοι σε άλλες ομάδες που τους συμπάθησα γι΄ αυτό το λόγο), μια εικόνα από τις εξέδρες που αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή που δεν ήξερες καν ότι υπάρχει.
Οπως ένας ρυθμός τραγουδιού που σου αρέσει και δεν μπορείς να εξηγήσεις το γιατί. Μόνο αισθάνεσαι όμορφα να τον ακούς και να τον ξανακούς. Η χημεία που έλεγα παραπάνω. Αναμφισβήτητα ήταν και θέμα αξίας. Η Λίβερπουλ εκείνης της εποχής ήταν πολύ σπουδαία ομάδα. Και τα παιδιά συνήθως πηγαίνουν με τους νικητές. Και οι παίκτες εκείνης της ομάδας ήταν νικητές. Κέβιν Κίγκαν, Εμλιν Χιουζ, Φιλ Νιλ, Ρέι Κένεντι, Στιβ Χάιγουεϊ, Τζον Τόσακ, και αργότερα ο Κένι Νταλγκλίς ο Ιαν Ρας. Ακόμα κι ο Σάμι Λι που μετά τον μεταξύ μας αγώνα και την τεσσάρα στο Ανφιλντ τον είχα ονομάσει <Σ-ιχ-αμι Λι>, με τα χρόνια, όταν πέρασε η πίκρα εκείνης της αναμέτρησης έμεινε ως μια τρυφερή ανάμνηση.
Μετά ήρθαν οι δύσκολες εποχές. Το Χέιζελ, οι νεκροί οπαδοί της Γιουβέντους, ο αποκλεισμός των αγγλικών ομάδων από τα κύπελλα Ευρώπης. Κι αργότερα ο <φόρος>, θαρρείς, που πλήρωσαν οι <κόκκινοι> για εκείνη την αποφράδα βραδιά στις Βρυξέλλες με το χαμό 96 δικών τους οπαδών στο Χίλσμπορο. Τα πέτρινα χρόνια έμοιαζαν ατελείωτα, αλλά μετά ήρθε η αναγέννηση. Το Πρωταθλητριών στην Πόλη το πανηγύρισα σαν να το είχε κερδίσει ο Παναθηναϊκός.
Δεν ήταν μόνο η επική ανατροπή. Δεν ήταν μόνο η αναγέννηση μιας σπουδαίας ομάδας. Ηταν σα να ξαναζούσα την εφηβεία μου. Αυτή ήταν που ξανακέρδισα πριν δύο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Γιατί όπως είχε πει κι ο φίλος μου ο Μιχάλης, όταν σε κάποια συζήτηση διαπιστώσαμε την κοινή μας αγάπη για τους «κόκκινους», «...δεν είναι δυνατόν να διανύεις την εφηβεία σου στη δεκαετία του ΄80 και να υποστηρίζεις άλλη ομάδα από την Λίβερπουλ».
Λ
ίβερπουλ λοιπόν και σήμερα το βράδυ. Ευελπιστώντας πως με την κατάκτηση του τροπαίου θα βάλει τις βάσεις για τη νέα μεγάλη ομάδα της καινούργιας χιλιετίας. Αλλά ακόμα κι αν δεν τα καταφέρει, ένα είναι σίγουρο: Oτι δεν θα περπατήσει ποτέ μόνη…\


No comments: