Saturday, February 16, 2013

Σάββατο





Εχοντας διαβάσει ήδη την «Εξιλέωση» και το «Στην ακτή», γνωρίζοντας πλέον τι δεξιοτέχνης του λόγου είναι ο Ιαν Μακ Γιούαν και με δύο ακόμα βιβλία του να περιμένουν τη... σειρά τους στη βιβλιοθήκη μου, δεν δίστασα καθόλου. Ξεκίνησα το Sοlar σίγουρη ότι με περιμένουν αρκετές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης.

Φευ! Το Solar, που καταπιάνεται με την ιστορία ενός ξεπεσμένου φυσικού που κάποτε είχε πάρει βραβείο Νόμπελ, αλλά στη συνέχεια απλά εξαργύρωνε την επιτυχία του με διαλέξεις, στο μεσοδιάστημα της διαλυμένης σε προσωπικό επίπεδο ζωής του, με απογοήτευσε πολύ. 

Κυρίως επειδή βρήκα εξαιρετικά ανιαρή (και να σκεφτεί κανείς ότι λατρεύω τη φυσική) την επιμονή του να αναλύει νόμους και τύπους της φυσικής επιστήμης φτάνοντας στο σημείο (αυτό εισέπραξα προσωπικά) να κάνει επίδειξη γνώσεων πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

Πίστευα και πιστεύω ότι ο συγγραφέας ΟΦΕΙΛΕΙ να κατατοπιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα  πάνω στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, πρωτίστως όμως για να είναι αληθοφανείς οι αναφορές του σ' αυτό και όχι για να κάνει τον... έξυπνο στον αναγνώστη (αφού και οι δύο γνωρίζουν πως δεν το κατέχει επί της ουσίας, απλά το μελέτησε).


Πόση διαφορά με το «Σμήνος» του Φρανκ Σέτσινγκ που εμπεριείχε σελίδες ολόκληρες (πάνω από 1.000 ήταν συνολικά το βιβλίο) με θέματα γεωλογίας, ωκεανολογίας και άλλων επιστημών χωρίς να το «παίζει» κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι, αλλά ενσωματώνοντάς τες μέσα στο κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει πιο κατανοητή η εξέλιξη της πλοκής. Και δεν διαθέτει δα και τη δεξιοτεχνία του Μακ Γιούαν.

Ξέφυγα όμως, ο τίτλος μου λέει «Σάββατο» και όχι «Solar» (πόσω μάλλον «Σμήνος»), αφού για το «Σάββατο» θέλω να μιλήσω. Το δεύτερο βιβλίο του Μακ Γιούαν που διάβασα στο... καπάκι περισσότερο για να διατηρήσω μέσα μου την καλή φήμη του συγκεκριμένου συγγραφέα και να αποζημιωθώ για μια ατυχή (όπως θεωρούσα εγώ ότι είναι...) στιγμή του.

Δεν ήταν όμως γραφτό. Το βιβλίο που παραδόξως έχει εισπράξει διθυραμβικές κριτικές όχι μόνο δεν με αποζημίωσε, αλλά με απογοήτευσε διπλά. Γιατί από τον φυσικό έπεσα στον νευροχειρουργό και από την επίδειξη γνώσεων της φυσικής επιστήμης βρέθηκα να διαβάζω σελίδες ολόκληρες για χειρουργικές επεμβάσεις εγκεφάλου και ιατρικά ιστορικά.

Κι αν στο Solar τουλάχιστον ο ήρωας παρουσίαζε μέσα στην παρακμή του ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως χαρακτήρας, ο Χένρι Περόουν του «Σαββάτου» είναι ένας από τους πιο ανιαρούς, πολιτικά ορθούς και γλυκερούς χαρακτήρες που έχω διαβάσει σε βιβλίο.

Ο Μακ Γιούαν καταγράφει σ' αυτό το 24ωρο ενός επιτυχημένου νευροχειρουργού που όλα στη ζωή του κυλούν ιδανικά (καριέρα, οικογένεια κ.λπ.) και ένα από τα Σάββατα που είναι αφιερωμένα στον εαυτό του στραβώνει από το πρωί.

Για το χαρακτήρα και το βιβλίο δεν θα γράψω κάτι αλλο, γιατί μόλις πριν λίγο σε ένα googl-άρισμα διαπίστωσα ότι έχει γράψει γι’ αυτό ο librofilo, (τι κρίμα που μου είχε ξεφύγει όταν το έγραψε, θα είχα αποφύγει την ανάγνωση του βιβλίου), οπότε σας παραπέμπω σ’ αυτόν, αφού απ’ ό,τι διάβασα συμφωνούμε ΑΠΟΛΥΤΑ.

Ο libro παραθέτει την κριτική για το «Σάββατο» μαζί με αυτή για το «ΤρομοκρατικόΧτύπημα» του Γιασμίνα Χάντρα συνδέοντας το θέμα τους που δεν είναι άλλο από την τρομοκρατία, έστω κι αν η τρομοκρατία στο θέμα του βιβλίου του Ιαν Μακ Γιούαν είναι λιγότερο δραματική. Καθώς έχω  διαβάσει και τα δύο βιβλία, σας συνιστώ αν πρέπει να επιλέξετε, να διαβάσετε το βιβλίο του Χάντρα, είναι ασύγκριτα πιο ενδιαφέρον.

Αν πάλι... επιμένετε να απογοητευτείτε, ή ακόμα και να τεστάρετε αν ταιριάζουν τα... γούστα σας με τα δικά μου μου, διαβάστε το. Για την περίπτωση που δεν θα το κάνετε, παραθέτω το πιο σημαντικό (και το μόνο άξιο λόγου κατά τη γνώμη μου πάντα...) κομμάτι του που δεν έχει καμία σχέση με την βασική πλοκή, αλλά αναφέρεται στην πάσχουσα από Αλτσχάιμερ μητέρα του ήρωα και στα συναισθήματα που βιώνει κάποιος που καλείται να μαζέψει (ή να διαλύσει όπως ο ίδιος αναφέρει) μέσα από την τακτοποίηση του σπιτιού του ασθενή, την ύπαρξη ενός ανθρώπου που ενώ είναι ακόμα ζωντανός η συγκεκριμένη αρρώστια τον έχει κατατάξει ήδη μεταξύ των νεκρών.

Και είναι παράλληλα ένα μικρό δίδαγμα για το πόσο ασήμαντα είναι αυτά που αισθανόμαστε ότι μας ανήκουν, όταν τα βλέπει κανείς ξεκομμένα από εμάς τους ίδιους...

Θα αγγίξει ιδιαίτερα εκείνους που έχουν ή είχαν στην οικογένειά τους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ...

***

«...Οταν εκείνη άρχισε να φθίνει, ήρθε η στιγμή που χρειάστηκε να την πάρει από το σπίτι της, το παλιό πατρικό όπου ο ίδιος μεγάλωσε και να τη βάλει στο ίδρυμα για ηλικιωμένους. Η ασθένεια τής είχε στερήσει τις ρουτίνες του νοικοκυριού που εκείνη κάποτε τηρούσε με ευλάβεια. Ξεχνούσε το φούρνο αναμμένο όλη τη νύχτα με τη βουτυριέρα μέσα, έκρυβε από τον εαυτό της το κλειδί της εξώπορτας σε χαραμάδες του παρκέ, μπέρδευε το σαμπουάν με τη χλωρίνη. 


Ολα αυτά, και στιγμές υπαρξιακής σύγχυσης, όταν βρισκόταν σ’ ένα δρόμο ή σ’ ένα μαγαζί, ή σε κάποιο σπίτι και δεν θυμόταν από πού είχε έρθει, ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, πού έμενε και τι έπρεπε να κάνει. 


Μέσα σ’ ένα χρόνο ξέχασε τη ζωή της και το παλιό της σπίτι.  Ομως, η σκέψη να το πουλήσει ήταν κάτι σαν προδοσία και ο Χένρυ δεν έκανε καμία κίνηση. Αυτός και η Ρόζαλιντ πήγαιναν πότε πότε να ρίξουν μια ματιά στο σπίτι των παιδικών του χρόνων, και το καλοκαίρι αυτός κούρευε το γρασίδι. Τα πάντα ήταν στη θέση τους, περίμεναν – τα κίτρινα λαστιχένια γάντια κρεμασμένα από το ξύλινο μανταλάκι, το συρτάρι με τα σιδερωμένα ξεσκονόπανα και τις πετσέτες της κουζίνας, ο γυαλιστερός πήλινος γάιδαρος που κουβαλούσε ένα καλάθι με οδοντογλυφίδες. Αρχισε να απλώνεται μια μυρωδιά εγκατάλειψης και τα πράγματά της πήραν μια φθαρμένη όψη που δεν είχε να κάνει με τη σκόνη.


Ακόμη και από το δρόμο το σπίτι έδειχνε εξαθλιωμένο και, όταν ένα απόγευμα του Νοέμβρη, κάποια παιδιά πέταξαν μια πέτρα στο παράθυρο του καθιστικού, ο Χένρυ κατάλαβε πως έπρεπε να δράσει.


Ενα Σαββατοκύριακο πήγε με τη Ρόζαλιντ και τα παιδιά ν’ αδειάσουν το σπίτι. Ολοι τους διάλεξαν από ένα αναμνηστικό – έμοιαζε ασέβεια να μη το κάνουν. Η Ντέιζι πήρε ένα αιγυπτιακό μπρούτζινο πιάτο, ο Θίο ένα επιτραπέζιο ρολόι, η Ρόζαλιντ μια απλή πορσελάνινη φρουτιέρα. Ο Χένρυ πήρε ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο φωτογραφίες. Αλλα κομμάτια πήγαν σε ανιψιούς και ανιψιές. Το κρεβάτι της Λίλυ, ο μπουφές της, δυο ντουλάπες τα χαλιά και η σιφονιέρα έμειναν για τον παλιατζή. Η οικογένεια πακετάρισε ρούχα, κουζινικά και τα διακοσμητικά που δεν ήθελαν για να τα χαρίσουν σε φιλανθρωπικά μαγαζιά – ο Χένρυ δεν είχε ποτέ σκεφτεί πως αυτά τα μαγαζιά υπήρχαν χάρη στους νεκρούς. Τα υπόλοιπα τα έβαλαν σε σακούλες σκουπιδιών και τα άφησαν έξω από το σπίτι. Δούλευαν σιωπηλά σαν τους πλιατσικολόγους – δεν ήταν σωστό να έχουν ανοιχτό το ράδιο. Τους πήρε μια μέρα να διαλύσουν την ύπαρξη της Λίλυ. 


Αποσυναρμολογούσαν το σκηνικό μιας παράστασης, ενός μονοπρόσωποι οικιακού μονόπρακτου, χωρίς την έγκριση του θιάσου. Αρχισαν από αυτό που η Λίλυ ονόμαζε δωμάτιο ραπτικής – την παλιά του κρεβατοκάμαρα. Εκείνη δεν επρόκειτο να επιστρέψει, δεν ήξερε πια τι ήταν το πλέξιμο, αλλά καθώς τύλιγαν τις αμέτρητες βελόνες της, τα χιλιάδες σχέδια, ένα μισοτελειωμένο μωρουδίστικο κίτρινο σάλι για να τα δώσουν όλα σε αγνώστους ήταν σα να την έδιωχναν από τον κόσμο των ζωντανών. Δούλευαν γρήγορα, σχεδόν φρενιασμένα. Δεν είχε πεθάνει, σκεφτόταν συνεχώς ο Χένρυ. Αλλά η ζωή της, όλες οι ζωές του φαίνονταν ασήμαντες βλέποντας πόσο γρήγορα, με πόση ευκολία όλα τα εξωτερικά σημάδια, όλες οι λεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής μπορούσαν να συσκευαστούν να σκορπιστούν ή να πεταχτούν στα σκουπίδια.


Τα αντικείμενα μετατρέπονταν σε σκουπίδια μόλις αποχωρίζονταν τον ιδιοκτήτη τους και το παρελθόν τους – δίχως αυτή, το παλιό κάλυμμα της τσαγιέρας ήταν απωθητικό, με το ξεθωριασμένο ρουστίκ σχέδιό του και τους καφετιούς λεκέδες στο φτηνό πανί, και όταν το πετούσαν έμοιαζε θλιβερά ασήμαντο. Καθώς τα ράφια και τα συρτάρια άδειαζαν και τα κουτιά και οι σακούλες γέμιζαν, κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν κατέχει τίποτα. Ολα είναι νοικιασμένα ή δανεικά. Τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από εμάς, στο τέλος θα τα εγκαταλείψουμε...».







2 comments:

squarelogic said...

Εξαιρετικο το αποσπασμα...και το εχω ζησει,οταν αδειαζα το πατρικό μου,μετά θανατον βεβαια...

Το "στην Ακτή" παντως ηταν εξαιρετικό για κατι που δεν εγινε ποτέ.Πρεπει να ειχα διαβασει αλλο ενα του McEwan και καποια στιγμη θα πιασω και το καινουριο.Ελπιζω να μην εχει εντρυφησει το ιδιο στον κόσμο των κατασκοπων και πουλαει παλι πνευμα.Εχεις δικιο πως οταν αισθανεσαι οτι ο συγγραφεας παπαγαλιζει ξενες γνωσεις για να σε ψαρωσει και χωρις να ενεχουν ρολο στην πλοκή ειναι εξαιρετικα εκνευριστικό,τόσο απ την άποψη της αναγνωστ,απολαυσης όσο κι απ την αισθηση ξιπασμου που εισπραττει ο αναγνωστης.

gatti said...

@squarelogic: Eγώ πάλι το έζησα με τη γιαγιά μου, που έπαθε Αλτσχάιμερ και στο τέλος δεν μας γνώριζε πια. Να έχει δίπλα της τα παιδιά της και να μη τα αναγνωρίζει, να τραβιέται και να φοβάται νοιώθοντας ότι απειλείται από ξένους. Ηταν τραγικό...

Το σπίτι της δεν το έχουμε ακόμα αδειάσει, γιατί τα τελευταία χρόνια την είχαμε πάρει στο δικό μας. Εχουμε να το περάσουμε και αυτό...

Το "Στην Ακτή" είναι μεγάλο βιβλίο. Γι' αυτό και δεν δίστασα να διαβάσω τα άλλα, ήμουν σίγουρη για τη "μαστοριά" του. Αλλά πραγματικά εκνευρίστηκα με τα δύο αυτά βιβλία.

Πρέπει να λες το "Αμστερνταμ". Είναι το πιο καλό του βιβλίο, δυστυχώς δεν το έχω και όταν είχα πάει στις εκδόσεις Νεφέλη να το βρω, αφού δεν το έβρισκα στα βιβλιοπωλεία, μου είπαν ότι έχει εξαντληθεί.